Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Η μέρα που ο "Βάσια" ήρθε στην Ελλάδα

Στις 22/11/1975 πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα ο άνθρωπος που ήρθε από το κρύο και ζέστανε με τις απίστευτες ντρίμπλες και τα γκολ από κόρνερ τις καρδιές όλων Ελλήνων φιλάθλων. Διαβάστε τι είπε στο Sport24.gr ο άνθρωπος που τον έφερε στη χώρα μας (videos)
Από τη πρώτη μέρα που ο άνθρωπος έμαθε να γράφει (ή έστω να ζωγραφίζει στην αρχή) στόχος του ήταν ένας. Να "γράψει" το όνομα του στην ιστορία ή να "κλέψει" ένα μικρό κομμάτι από το άπειρο του χρόνου κάνοντας το δικό του.
Κάπως έτσι και στον αθλητισμό σπουδαίοι άνθρωποι κατάφεραν και έδωσαν το όνομα τους σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Στις 22 Νοεμβρίου του 1975 ο "Βάσια" πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στην Θεσσαλονίκη και χωρίς να το καταλάβει άρχισε να σηματοδοτεί τη δική του εποχή στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Ο Βασίλης Χατζηπαναγής αγωνίστηκε για δεκαέξι συνεχόμενα χρόνια στην ομάδα του Ηρακλή (1975-1991) και κατάφερε κάτι που ελάχιστοι αθλητές ανά τον κόσμο έχουν πετύχει στην καριέρα τους.
Με τις απίστευτες χορευτικές του κινήσεις με ή χωρίς τη μπάλα, τις μοναδικές ντρίμπλες, τα γκολ από κόρνερ και τις απίστευτες ενέργειες που έκανε στον αγωνιστικό χώρο, ανάγκασε φίλους και αντιπάλους να έρχονται στο γήπεδο όχι για να δουν έναν αγώνα της ομάδας τους, αλλά για να θαυμάσουν από κοντά τον Βασίλη Χατζηπαναγή.
   

Ο άνθρωπος που έφερε τον Χατζηπαναγή στην Ελλάδα

Πως όμως είχε προκύψει το ενδιαφέρον για τον Χατζηπαναγή; Το Sport24.gr μίλησε με τον πρόεδρο του Ηρακλή εκείνη την περίοδο, Νίκο Ατματζίδη, ο οποίος μας είπε: "Από έναν Ηρακληδέα που μας είχε ειδοποιήσει. Και έτσι χρειάστηκε να ταξιδέψω πέντε φορές στην Τασκένδη για να μιλήσουμε από κοντά με τον πατέρα του να είναι παρών.
"Μας έπεισε με τα όσα μας είπε για τις ικανότητες του Βασίλη που είχαμε αποφασίσει να τον φέρουμε στον Ηρακλή χωρίς να τον δούμε ποτέ να παίζει αλλά γνωρίζοντας ότι πρόκειται για έναν μεγάλο ποδοσφαιριστή. Όπως και τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν".
Κάπως έτσι ο Χατζηπαναγής αποφάσισε να αφήσει πίσω του την Παχτακόρ της Τασκένδης, αν και πρωταθλήτρια της χώρας, και να ταξιδέψει νότια με το τρένο για την Ελλάδα και την Θεσσαλονίκη για λογαριασμό του Ηρακλή.
Κι όσο για το τι αντίκρισε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης; "Δεν ήμουνα μόνος μου φυσικά", θυμάται ο Νίκος Ατματζίδης και συνεχίζει: "Ήμασταν περίπου 3.000 φίλοι του Ηρακλή παρά το περασμένο της ώρας αφού το τρένο έφθασε ώρα 1:00 μετά τα μεσάνυχτα.
Είχε μείνει άναυδος από την αποθέωση που είχε γνωρίσει. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μου είχε πει: «Τι κόσμος είναι αυτός". Ένας κόσμος του Ηρακλή που τον αγάπησε και το έδειξε με την παρουσία του στις κερκίδες του Καυτανζογλείου Σταδίου όπου λόγω των εμφανίσεών του έρχονταν και φίλαθλοι από άλλες ομάδες για να τον δουν".
Ξεχωρίζετε κάποιο παιχνίδι το Χατζηπαναγή; "Κανένα. Το καθένα είχε την δική του ξεχωριστή χάρη προσφέροντας ένα μοναδικό θέαμα σε όλο το ελληνικό ποδόσφαιρο αφού σε κάθε παιχνίδι είχε και κάτι καινούριο να κάνει. Σίγουρα όμως δεν θα ξεχάσω τον τελικό του Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό στην πρώτη χρονιά του Βασίλη όπου είχαμε φθάσει στην κατάκτησή του μετά από την παράταση και τα πέναλτι".
Κλείνοντας ο ιστορικός παράγοντας του Ηρακλή μας είπε: "Είμαι πολύ χαρούμενος που ο Ηρακλής ήταν η ομάδα εκείνη που έφερε τον Χατζηπαναγή στην Ελλάδα με πολύ μεγάλη προσπάθεια. Ακόμη και όταν στο τέλος της μεγάλης προσπάθειας που είχαμε καταβάλει είχανε μπει ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός για να τον αποκτήσουνε αλλά είχαμε φροντίσει να προχωρήσουμε στην έκδοση του δελτίου του και έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να τον χάσουμε".
Συνέντευξη στον Πάρη Τσελεπίδη
 

Το βιογραφικό του Βασίλη "Βάσια" Χατζηπαναγή

Με καταγωγή Κυπριακή (από την Άχνα της Αμμοχώστου), ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από τη Δυναμό Τασκένδης και το 1972 πήγε στην Παχτακόρ μέχρι το 1975 που ήρθε στην Ελλάδα για τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης. Στον Ηρακλή έκανε μεγάλη καριέρα και ήταν σπεσιαλίστας στα γκολ από κόρνερ. Εντυπωσιακή υπήρξε η συνεισφορά του στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας από τον Ηρακλή το 1976. Σε έναν από τους πιο εντυπωσιακούς τελικούς στην ιστορία του θεσμού (σκορ: 4-4, 7-6 στα πέναλτι) με τις τρίπλες του εξουδετέρωσε επανειλημμένα την άμυνα του Ολυμπιακού και πέτυχε δύο γκολ.
Επίσης, με τον Ηρακλή το 1984-85 κατέκτησε το Βαλκανικό Κύπελλο, επικρατώντας στο διπλό τελικό της ρουμανικής Αργκές Πιτέστι με 1-3, 4-1. Είχε αποφασιστική συμβολή στην πρόκριση στον τελικό και στην κατάκτηση του κυπέλλου, αφού σημείωσε γκολ σε όλους τους γύρους: στο 5-1 του α΄γύρου επί της Γαλατασαράι, στο 1-0 του ημιτελικού επί της Ανκαραγιουτσού ενώ στο β΄ τελικό, στη Θεσσαλονίκη, πέτυχε το τρίτο γκολ της ομάδας του με πέναλτι.
Την τελευταία του επίσημη εμφάνιση με τον Ηρακλή έκανε στις 26 Οκτωβρίου 1990, την ημέρα των 36ων γενεθλίων του, στον αγώνα για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ με τη Βαλένθια. Όσο και αν ακούγεται παράξενο αυτή ήταν η μοναδική συμμετοχή του Χατζηπαναγή σε αγώνα ευρωπαϊκής διοργάνωσης.
Το 2003, με την ευκαιρία του εορτασμού των 50 χρόνων από την ίδρυση της ΟΥΕΦΑ, ανακηρύχθηκε κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 χρόνων από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία. Είχε καταπληκτική τρίπλα και αποκαλείτο "Νουρέγιεφ της μπάλας".

Στη Μικτή Κόσμου

Το 1984 κλήθηκε και αγωνίστηκε στη Μικτή Κόσμου εναντίον της αμερικανικής ομάδας "Κόσμος Ν. Υόρκης", σε φιλανθρωπικό αγώνα που έγινε στις 22 Ιουλίου 1984 στη Νέα Υερσέη, στο Στάδιο "Τζάιαντς", ενώπιον 40.000 θεατών, από τους οποίους 15.000 Ελληνοαμερικανοί ομογενείς. Συμπαίκτες του ήταν, μεταξύ άλλων, οι: Πίτερ Σίλτον, Ζαν Μαρί Πφαφ, Ρούντι Κρολ, Φέλιξ Μάγκατ, Ούγο Σάντσες, Φιγκερόα, Φραντς Μπεκενμπάουερ, Κέβιν Κίγκαν, Μάριο Κέμπες, Ντομινίκ Ροστό και ο Θωμάς Μαύρος.
     
Η Μικτή νίκησε 3-1 και ο Χατζηπαναγής μπήκε στο 65΄ στη θέση του Κίγκαν. Με τις ενέργειές του συνάρπασε την κερκίδα δημιουργώντας πολλές ευκαιρίες. Μια από τις στιγμές που ξεσήκωσε τους φιλάθλους συνέβη στο 86΄, όταν με χτύπημα κόρνερ ο Χατζηπαναγής βρήκε το Μαύρο, η γυριστή κεφαλιά του οποίου χτύπησε στο δοκάρι.
 

Στην Εθνική Ελλάδος

Πριν έρθει στην Ελλάδα είχε συμμετοχές στις σοβιετικές εθνικές ομάδες ελπίδων και εφήβων καθώς και στην Ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης.
Το 1976 κλήθηκε στην Εθνική Ελπίδων Ελλάδος, με την οποία αγωνίστηκε στις 3 Μαρτίου 1976 σε φιλικό αγώνα με τη Βουλγαρία στο Βόλο (σκορ 3-2), όταν μπήκε ως αλλαγή στο 57΄, είχε σουτ στο δοκάρι στο 60΄ και στο 77΄, αφού τρίπλαρε όλη την άμυνα, έκανε σέντρα στο Λιβαθηνό που σημείωσε το τρίτο γκολ.
Τον Ιούνιο του ίδιου έτους μετείχε στο Βαλκανικό Κύπελλο Ελπίδων που διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη. Έπαιξε και στα τρία ματς της εθνικής με Βουλγαρία (0-0), Ρουμανία (2-1) και στον τελικό με την Γιουγκοσλαβία (0-1) και ήταν από τους διακριθέντες.
Το ίδιο έτος κλήθηκε στην Εθνική Ελλάδος, στο φιλικό παιχνίδι κατά της Πολωνίας στις 6 Μαΐου 1976, που έγινε στο γήπεδο Λεωφόρου Αλεξάνδρας (σκορ 1-0).[4] Όμως, επειδή είχε ήδη αγωνιστεί σε επίσημα ματς με τις "μικρές" εθνικές της Σοβιετικής Ένωσης δεν του επιτράπηκε να αγωνιστεί σε άλλο ματς της Εθνικής Ελλάδας. Αγωνίστηκε ξανά, τιμής ένεκεν, στις 14 Δεκεμβρίου 1999 σε ηλικία 45 ετών, στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι που έδωσε προς τιμήν του η Εθνική Ελλάδας με την Γκάνα (σκορ 1-1), στο Καυταντζόγλειο Στάδιο.
Στο παιχνίδι αυτό αγωνίστηκε μόνο 21 λεπτά αλλά πρόλαβε να δείξει τη μεγάλη κλάση του, αφού στο 13΄ δημιούργησε το μοναδικό γκολ της εθνικής. Με έξοχη μπαλιά στην πλάτη της άμυνας έβγαλε μόνο του το Βενετίδη απέναντι στον τερματοφύλακα, ο οποίος απέκρουσε το πρώτο σουτ για να σκοράρει στη συνέχεια ο Κυπαρίσσης.
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου